ασημής, -ιά, -ί

ασημής, -ιά, -ί
αυτός που έχει χρώμα σαν του ασημιού, αργυρόχρωμος: Η τσιπούρα έχει χρώμα ασημί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασημής — ιά, ί [ασήμι] αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού …   Dictionary of Greek

  • ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …   Dictionary of Greek

  • Μάζαρικ, Τομάς Γκάριγκ — (Tomas Garrigue Masaryk, Χόντονιν, Μοραβία 1850 – Πύργος του Λανί, Πράγα 1937). Τσέχος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός, πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας (1918 35). Γόνος άσημης οικογένειας, κατόρθωσε, με την υποστήριξη ενός… …   Dictionary of Greek

  • Τένισον, Άλφρεντ — (Tennyson, Σόμερσμπι, Λινκολνσάιρ 1809 – Όλντουορθ, Χέσλμερ, Σάρεϊ 1892). Άγγλος ποιητής. Γιος κληρικού, σπούδασε στο Κέμπριτζ. Το 1827 δημοσίευσε τα Ποιήματα δυο αδελφών, συλλογή ποιημάτων δικών του και των αδελφών του Τσαρλς και Φρέντερικ. Το… …   Dictionary of Greek

  • φάρα — η (λ. αλβαν.) 1. φυλή, γένος, σόι, γενιά, ράτσα, φύτρα: Αρχηγός της φάρας ήταν ο πιο σπουδαίος. 2. γενιά άσημης καταγωγής και οι άνθρωποι που ανήκουν σ αυτήν ή άνθρωποι του ίδιου χαμηλού ηθικού επιπέδου: Είναι κι αυτός απ την ίδια φάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”